- δισπέντσα
- η1) кладовая; 2) мор. камбуз
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δισπέντσα — η (λ. ιταλ.), κελάρι, αποθήκη τροφίμων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)